Ανθρωπάκος, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

Posted in Uncategorized on June 3, 2023 by cassandrasbox

Ανθρωπάκο σε βρήκε το τριήμερο με τις πιτζάμες. Πήδηξες μέσα στα ριχτάρια. Θα σωθώ από το κοινωνικό συμβόλαιο, είπες. Πάλεψες με πρωινά μεσημεριανά βραδινά. Ανθρωπάκο σε ποια παραλία θα ξεκαλοκαιριάσεις τα όνειρα οχταώρου; Χτυπάς κάρτα, πληρώνεις φόρους, ψηφίζεις τακτικά τον ίδιο περιφερειάρχη. Ανθρωπάκο νοίκιασες οικογενειακό τάφο στα βορειοδυτικά του μυαλού σου.

Αχ, ανθρωπάκο, μη με κοιτάς με αυτό το σκυλίσιο βλέμμα μέσα απ’ τον καθρέφτη…

Χορός της Βιασύνης, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

Posted in Uncategorized on June 3, 2023 by cassandrasbox

Γυναίκα υποδουλωμένη μέσα στα πλυσταριά, στους φούρνους, στις αγορές. Πάτα πόδι. Πάτα γρήγορα πόδι. Με ρυθμό που τρομάζει. Χτύπα το χέρι στο τραπέζι. Κι εκκωφαντικός ήχος θα σηκώσει το βλέμμα του ενοχλημένου. Γυναίκα του πλυσταριού, γυναίκα του μεροκάματου, γυναίκα της γειτονιάς.

Θα το πουν φλαμένκο, θα το βρίσουν χορό της βιασύνης, θα το πουν αλλοφροσύνη.

Εσύ, όμως θα ξέρεις ότι είναι το ηχηρό όχι σε ό,τι σε κάνει να σκουριάζεις…

Shoulder The Responsibilities!, Cassandra Alogoskoufi

Posted in Uncategorized on August 20, 2017 by cassandrasbox

I got the taxi with my staff packed in heavy loads. All days stored like bad-worn clothes. The taxi travelled me silently a way to the harbour. I jumbed out socked. Waited my way to the queue with other people till time came for me. I called the taxi to give me back my “lost days”. Taxi driver was mad. He answered better go to hell. You have left out of days. Now you are dead. I became spirit and I run into the ferry. The check control told me no entrance with no ticket. I called back again the taxi driver. He sent me again to hell. He told me that the last week he knew what “type” of person I am. I begged him for my days back. He promised to bring my days back and finally he brought my heavy luggage filled with stones. He told me: “Now you have a load to burden your shoulders”. “And you what burden you your selfdo you have?”. “The burden that I left you leave before I had ever loved you”. I entered the boat I saw all dead sea gulls waving wings like empty hands…

I raised my shoulders in surprise.
Feeling of light freedom came in time.
C.A.

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Το Όχημα Του Χρόνου

Posted in Uncategorized on August 20, 2017 by cassandrasbox
Θα δοκιμαστεί ο έρωτας στα κύματα της απόγνωσης. Με δελφίνια νεκρά στα αίματα που αφήνει το ηλιοβασίλεμα. Κάθε μέρα συνοδηγοί στο όχημα του χρόνου μέχρι να βυθιστεί η ημερομηνία μέσα στο νερό. Κι ας ας ξέρουν οι δυο τους κολύμπι, στη θάλασσα του έρωτα θα πνιγεί η εμπιστοσύνη και τι άλλο θα μένει παρά απόγνωση και διαστρέβλωση προσώπων και χαρακτήρων. Τότε ο οδηγός θα μαζέψει τις ρόδες του και ο συνοδηγός το τιμόνι του. Ο πρώτος θα κρυφοκοιτάζει εξοργισμένος τον δεύτερο για άχρηστο και ανεύθυνο και ο δεύτερος με στραβοτιμονιές θα προσπαθεί να βρει τι έφταιξε που τώρα το όχημα διαλυμένου του χρόνου φυλλορροεί βενζίνες μέρες άρρωστες. Με το τιμόνι στην πλάτη θα πάρει βουνά λαγκάδια και πλοία να φύγει μακρυά. Τότε το όχημα του χρόνου κινείται σε δύο δρόμους. Θα δοκιμαστεί ο έρωτας στα κύματα του χρόνου και μέσα στο νερό όταν διαβούν δύο δρόμοι, αυτό είναι και ένας νεκρός σε δυο σώματα. Γιατί ο έρωτας έχει ένα σώμα, έναν χρόνο και αφομοιώνει τα δύο σε ένα…
 
Γι’αυτό και για μένα όλοι οι έρωτες ήταν σημαντικοί. Άσχετα με τους ανθρώπους που πληρώσανε το όχημα του χρόνου. Κι τόσα δυστυχήματα που έγιναν και τόσες απώλειες. Γι’αυτό όλοι οι έρωτες ήταν σημαντικοί γιατί αυτοί η νυχτερινή αυτοκινητοπομπή ήταν τόσο ρομαντική μέσα στην απόγνωση του ηλιοβασιλέματος, μέσα σε ένα νεκρό περιβάλλον δύο καρδιές που αποπειράθηκαν έστω και κατά σκέψη να οδηγήσουν τυφλά το όχημα του χρόνου σαν ανήλικα μικρά, που βρήκαν τα κλειδιά από το αμάξι του μπαμπά και βγήκαν σε επικίνδυνο καρτέρι. Μια όχι και διόλου μοναχική περιπέτεια.
https://www.youtube.com/watch?v=a2s_c8ZALEw

The Tattooed Man, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

Posted in Uncategorized on August 18, 2017 by cassandrasbox
johnbalance3459441
Ένα μικρό σημαδάκι κάτω στην κοιλιά. Ένα τατουάζ που άφησε ο χρόνος πάνω σου. Τώρα ζητάς να το αφαιρέσεις και να κάνεις το παρελθόν ξεφλούδισμα. Μια μικρή αιμορραγία που άφησε το χάδι του χρόνου στην κάτω δεξιά κοιλία. Κλείνεις -ανεύθυνα- όλους τους χρόνους του ξεχνώ. Ανακαλύπτεις καινούργιες πτώσεις των ουσιαστικών. Παίρνεις ιταλικό δάνειο και ανακαλύπτεις την “αφαιρετική” πτώση της εμπιστοσύνης (ablativo). Μάθε λοιπόν ότι το τατουάζ που αφαίρεσες ήταν αυτό που θα έκανα αν η πίστη ήταν εικόνισμα. Ένα κινούμενο δελφίνι σε δερματοστιξία. Ένας βράχος με φτερά.Κ.Α.
A tiny little stain on your belly skin. A tattoo embroided by Time machine and it’s finishing touch as you were joking to death. Do not ask now from your daughter to peel out that past-tense fresco. That same haemorrhage we suffered once and for all during the hot summer ramazan. Now you discover italian gradients of substantives (the minimalistic signature of your “ablativo” in faith or human trust). You have to know at the very end that the tattoo you extracted that windy sunny day like a worm out the petrified apple is the same worm of a moving dolphin I draw on my skin. Now the rock is growing wings on the shoulder βlade and I worship timidly all the high mountains with the same bare and bald face like yours.
Cassandra Alogoskoufi,18 August 2017

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Η Μπαλαρίνα

Posted in Uncategorized on June 9, 2017 by cassandrasbox

Μια όμορφη μπαλαρίνα που μεθυσμένη χορεύει πάνω σε μια γραμμή διακεκομμένης μελάνης κι τόσο την πιάνει ίλιγγος σα βλέπει την άκρη του τετραδίου να χάσκει απέραντη. Και φέρνει τρίγωνα σε κύκλους,  τρελή πυγολαμπίδα που πέφτει σαϊτα ολοστρόγγυλη στο διπλανό τραπέζι.

Ύστερα, από χρόνια ο μαθητής ξαναγυρνά στον τόπο του εγκλήματος και βρίσκει στην αυλή θαμμένο το γοβάκι. Και βρίσκει την φωτεινή της τιάρα να κοσμεί μια χελιδονοφωλιά και τα τούλια από τη φούστα της να κρέμονται στα καλώδια της ΔΕΗ ανεμίζοντας σα σημαίες ενός περήφανου έθνους.

Ναρκωμένες αναπολήσεις σκέφτεται πούθε ξεπροβάλλατε χρόνια μετά, και βλέπει να πηδούν ανάμεσα στα σύννεφα σπουργίτια ταπεινά και να ξαγρυπνά στο κάθε λάκισμα της μπαλαρίνας και το χαμόγελό της το στραβό που σχηματίζει ρήγμα σε κρύσταλλο ουρανό. Και προσπαθεί  να καταλάβει πως διακόπηκε η επικοινωνία μαζί της με χαρτάκια και ραβασάκια κάτω από τα θρανία. Αλλά θυμάται ξαφνικά πως άλλαξε σχολείο γιατί χώρισαν οι γονείς της και πήγε στο Βέλγιο εσώκλειστη -να γεννήσει- μαύρη μπαλαρίνα και καλόγρια -τον παράνομο καρπό- δώδεκα ετών στο πρώτο στήθος.

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

 

 

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Το Μάτι του Λύκου

Posted in Uncategorized on September 6, 2016 by cassandrasbox

 

 

 

15 Μαΐου 2016

Οφηλία είπες. Το όνομα μικρό. Μεγάλη η ιστορία. Κόβεται σα νήμα. Στις οχτώ το απόγευμα. Όλα τα λουλούδια. Του βυθού στολίδια. Έρχονται στα πόδια. Τυλίγουν  τα φτερά. Η θεμελίωση του εαυτού. Σε είδα πριχού. Να βυθίζεσαι ελαφρά. Σε μεταξένια λάσπη. Κατατρώγεσαι ολόκληρη Αφροδίτη. Θεά της λάσπης. Κάτω-κάτω βαθιά. Δε μένει τίποτα. Απαράλλαχτη εσύ μειδιάς. Οφηλία είπες. Το όνομα μικρό. Η δόξα η μεγάλη. Και το μάτι του λύκου γίνεται κρύσταλλο φακός κατευθυντικός που σε φυλακίζει μέσα στο βλέμμα. Μένει μόνο να σηκωθείς μιαν ανάσα για να δεις. Μα μένεις εκεί μαρμαρωμένη και λευκή σα φάντασμα. Για την Οφηλία δε θα μιλήσω άλλο, αλλά για το λύκο που έρχεται κάθε βράδυ στον βράχο του και κλαίει για σένα. Που δεν έγινε ακόμα αστερισμός, που δεν έμεινε όνομα για σένα πάνω στον ουρανό. Αλλά έκπτωτο αστέρι είσαι χαμένο στο νερό. Ο λύκος παρατηρεί, κι είπε αυτά με τους γόους ενός ελεύθερου τετράποδου.

6 Σεπτεμβρίου 2016

Κι η Οφηλία κάθεται κάτω από το νερό και νεύει ήσυχα μαζί με το ρεύμα του ποταμού. Περιμένει ένα σημάδι της φύσης. Περιμένει την πανίδα να μιλήσει με ξόρκια κι ευχές. Κι η φύση επανήλθε και είπε:

Ο λύκος ήρθε και άφησε τα δόντια του και ένα κομμάτι ευαίσθητης γούνας για σένα. Το γεράκι στο πέταγμά του έριξε βροχή τα φτερά και από το ποτάμι ξεπετάχτηκαν τα ψάρια κόυ με φανταστικά χρώματα και παχουλά μεγέθη που σε έκαναν να κλαις εκεί μέσα στο νερό. Όλα ψέλλιζαν «πνιγμένη Οφηλία, πνιγμένη» και προσπαθούσαν την κόρη να πείσουν να βγει από το νερό. Κι όλα σε κύκλους εδέησαν προσφορά μεγάλη. Η Οφηλία να φύγει από τον βούρκο του νερού, μεγάλο αστέρι ή αστερισμός να γίνει. Να βόσκει το μεγάλο εβένινο ουρανό μέχρι το μεγάλο πλήρωμα του χρόνου. Κι ο αετός έπιασε με τα δυο πόδια του την κόρη την ανέβασε ψηλά-ψηλά στον ουρανό. Κι από κει το μάτι του λύκου την έστειλε στον αστερισμό Λυκάονα. Και τα ψάρια μεταμορφώθηκαν σε ιπτάμενου δράκοντες που έπαιξαν σιμά στο φόρεμα της Οφηλίας. Και τότε η Οφηλία για πρώτη  φορά ράγισε ένα χαμόγελο και αστρική βροχή εξανεμίστηκε παντού στο κενό που χωρίζει τα ουράνια σώματα…

Κι έτσι υπάρχει ακόμα και για την απώλεια μία ανακούφιση και μια παρηγοριά μεγάλη. Η ιστορία και η μυθολογία που μένει ακόμα και μετά τον θάνατο του φυσικού προσώπου. Είναι η παρηγοριά μιας μελαγχολίας μεγάλης που λέγεται αγάπη της ζωής και η ζωή που είναι όμορφη σα ζάλη…

 

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Αστερόεσσα

Posted in Uncategorized on June 27, 2016 by cassandrasbox

Στην αστερόεσσα προσευχήσου να μη σου χαλάσει το όχημα που σε μεταφέρει από μέρα σε μέρα κι ας είναι αυτό το σώμα σου, ο νους σου, μία βάρκα, ένα καρυδότσουφλο στο τυφλό κύμα. Μελετούσα τις επαναλήψεις της θάλασσας. Της έγνεφα μια ερώτηση και απαντούσε με την άλμη της σα φλοίσβος το αιώνιο ναι. Γιατί είμαι δω; Ναι. Γιατί μου μιλάς; Ναι. Και πέρασαν μέρες και νύχτες πολλές που πέρασα ναυαγός από το σώμα μου πάνω στο νησί. Γύρω από το νησί νεκροί πολεμιστές και ναυαγισμένα καράβια. Έμεναν ερείπια και ναυάγια ξεχασμένα μέσα στον βόρβορο του βυθού. Τριγύρω ξιφίες παίζανε με τα νερά. Περικυκλωμένος ήμουν ναυαγός. Εγώ και ο Σικελιανός με το αρχαίο ένδυμα σε εκείνο το ερημικό μέρος με το μοναστήρι με τις καλόγριες απέναντι. Κι ο ήλιος άλλοτε έδυε και ανέτειλε με τις βιομηχανίες και τα λερά λιμάνια απέναντι. Κοίταζα και μέτραγα το κύμα. Ξέχναγα το μέτρημα και ξεκίναγα πάλι από το μηδέν. Όταν ζεσταινόμουν έκανα να μπω στο νερό, αλλά θυμόμουν την μόλυνση και έκανα πίσω. Ύστερα έπιανα πάλι το μέτρημα. Μέτραγα αντρικά ονόματα μέσα στο νερό. Ονόμαζα τα βότσαλα και έκανα παιχνίδια κάθετα στο κύμα. Κάθε άντρας άντεχε διαφορετικό αναπήδημα στο νερό. Κι έκλαιγα που ξέχναγα το μέτρημα. Το δειλινό ήταν γλυκό και φοβόμουν το δείλι και τότε ο βραχνάς θα ερχόταν να με βρει στο μέτρημα προβάτων πάνω στον ουρανό. Κι εκεί όλοι οι υπολογισμοί ναυαγήσαν. Μέτραγα κατηγορίες. Έκλεινα ρήματα. Μέτραγα λεφτά μετοχές. Υπολόγιζα και έκλεινα λογαριασμούς. Ύστερα, με σκούντησε ο συνοδηγός. Ήμουν στο βενζινάδικο. Έδωσα χαρτονόμισμα. Δεν πήρα ρέστα. Νέφος κάλυψε το φευγιό μας…

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Το Νεκρό Γάλα

Posted in Uncategorized on June 27, 2016 by cassandrasbox

Είναι η μεγάλη αγελάδα. Ξαπλώθηκε μαύρη με στίγμα και λεκέδες λευκούς πάνω στον ουρανό. Από δω ως τη μεγάλη βόρεια χώρα βγήκε να βοσκήσει ανθρώπους και το γάλα που της βγήκε: γάλα νεκρό που θα τάιζε τις νεκρές μέρες αργίας μας. Κι η λύπη ήταν τόσο μεγάλη που απλώθηκε σαν κατάρα στα σύννεφα τα καμένα από ανθρώπινο χέρι. Από δω ως τη Μεγάλη Βόρεια Χώρα γέμισε Μαργαρίτες μισοθαμμένες με τα ωραία ξανθά μαλλιά να εξέχουν από τα χώματα του τάφου. Και κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ κάθε που έπρεπε να βουτήξουμε τον άρτον τον επιούσιον μέσα στο φαρμακωμένο γάλα της μαύρης αγελάδας. Τα παιδιά παίζανε σκοινάκι με τα φίδια της αυλής και γελούσαν ότι τέτοιο ήταν το παιχνίδι της ζωής. Και τα χέρια μου τρέμανε από το φόβο της χθεσινής, της σημερινής και της αυριανής μέρας. Τέτοιο είναι το γάλα που ρουφάμε από νεκρή αγελάδα. Κι η αγελάδα έφυγε από τον ουρανό και ξαπλώθηκε στην μεγάλη ακτή που έβλεπε στα νερά της μεγάλης υφηλίου. Κι ήταν τέτοια η οδύνη που συναντούσαμε με το αμάξι στη μεγάλη διαδρομή για να πάμε μετανάστες και πρόσφυγες στα κρατητήρια της μεγάλης Βορινής χώρας και συναντούσαμε νεκρές γυναίκες που τις βαφτίζαμε Μαργαρίτες. Τα ταλαιπωρημένα μαύρα μαλλιά τους ξάνθιζαν σαν χρυσός κάτω από την πυρά του καυτού ήλιου και δάκρυα πλαισιώνανε τις ζωές μας. Και στο τραπέζι το καθημερινό ο άρτος ο επιούσιος και δίπλα αυτό το καταραμένο ποτήρι με το γάλα της νεκρής αγελάδας. Και κλαίω ω κλαίω και στα μάτια μου αυτό το γάλα νεκρής αγελάδας. Το πίνω και πίνω όλες τις μαύρες σκέψεις που γέννησε η μαύρη αγελάδα που ξαπλωμένη ήταν πάνω στον ουρανό και τώρα έξω στην ακτή. Αύριο στα παιδιά μας θα αντικαταστήσει τα ζώα της αυλής και τα παιδιά θα αφήσουν τα φίδια και θα παίζουν με τη μεγάλη παχιά νεκρή αγελάδα. Και κλάματα ω κλάματα στα ξανθά μαλλιά μιας σύριας που έχασε το δρόμο και δρόμος φρικτός την κατάπιε ζωντανή όπως εμείς εκείνο το γάλα της νεκρής αγελάδας. Που χαρούμενη απλώνει το τεράστιο σώμα της πρώτα στον ουρανό και σιγά-σιγά κατέβηκε πάνω στην ξανθή ακτή και σύντομα θα μπει σα σκιά μέσα στα σπίτια μας και σύντομα θα γίνει κηλίδα μαύρο αίμα που αφήνει ο εσταυρωμένος. Είναι προσευχή που με το ζόρι μας ταΐζουν στης δίψας πάνω το αποκάρωμα. Και κλαίω ω κλάματα που με πήραν από τέτοιο μολυσμένο γάλα βγαίνει η οδύνη της στιγμής. Για τη Μαργαρίτα που ονόμασα έτσι μια νεκρή στο δρόμο. Που αίμα λευκό έβγαινε ξεβρομισμένο μέσα από το στόμα της. Που δεν πρόλαβα να ακούσω τα τελευταία της λόγια. Γιατί είμαι σίγουρος ότι εκείνο το γάλα ήταν που ήπιε και την φαρμάκωσε να παραμένει ξεφλουδισμένη και ξεφτισμένη και αποχρωματισμένη σαν μια ξανθή καλλονή της Βορινής Χώρας της μακάριας. Αυτό το γράμμα γράφω για σένα Μαργαρίτα που δεν ανθίζεις όπως το λουλούδι του αγρού. Που δεν ανεμίζεις τα μαύρα σου μαλλιά. Εγώ γράφω ο Γιόσουφ  ο ξεχασμένος φίλος της ανατολής.

 

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Έως Το Έως

Posted in Uncategorized on June 20, 2016 by cassandrasbox

salamis

Σαλαμίς, εικοστή μέρα του Ιούνη, 16′

 

Το φως του ήλιου θα πέσει στην πιο άβυσσο καταρράκτη της καρδιάς. Κι από το πλέγμα που θα στήσουν τα άστρα με τα νεφελώματα θα προκύψει μια βοή ανθρώπινη πιο πνιγηρή από του Αιόλου τις παλινωδίες. Ήταν το κρίμα δεμένο στον λαιμό όπως ένα κοφτερό λεπίδι στην άκρη του νήματος. Ύστερα, η βοή συθέμελα συντάραξε την πλάση. Ήταν λύκοι σε αγέλη οι συνειρμοί και βγήκαν να δαγκάσουν τη σάρκα της πανσελήνου που πλήρης την 21 του Ιούνη κοίταζε τον πλανήτη γη όπως η ηλιόλουστη κόρη τον εκτελεστή της. Κι όμως στα σύννεφα υπάρχει δικαιοσύνη που βρέχει μια βροχή στο καυτερό χωριό που πάσχει από σύγχυση ήθους. Ήταν ένα καραούλι ένα γιαταγάνι που έκοβε με σπαθιές τον ουρανό. Ήταν τα παιδιά που έπεφταν στη γη σαν άστρα. Γεννιόντουσαν σα νούφαρα στην ήσυχη λίμνη. Η μοναξιά φύτρωνε κισσούς και κάλυπτε τα πάντα. Από τον αρχαίο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο έως τον μελαγχολικό όλο υγρασία ναό του μεγάλου μαχαιριού. Όλοι οι τόποι, όλοι οι άνθρωποι και πλάσματα αγωνιωδώς πρόσμεναν το πέρασμα του μεγάλου αστεριού πάνω από το πλατύ μέτωπο της ολονυχτίας. Βγήκαν περαντζάδα το βράδυ κρατώντας φαναράκια. Μια κηδεία ξεχασμένη, είχε χάσει τη διαδρομή για το νεκροταφείο και μέρες περιφερόταν ως αργά το βράδυ στο νησί. Οι άνθρωποι ήσαν σκιές του ανέμου και σκόνη. Άλλοτε φώναζαν και σπάραζαν και οι γραμμές τους συγκεκριμενοποιούνταν. Άλλοτε σκλήριζαν και το σχήμα τους ξεθώριαζε σε ομίχλη. Και το νησί καλύφθηκε από μια αστρική άχλη που θα παρέμενε έως το έως γίνει από χρονικό επίρρημα σε ρήμα τέλους και σκοπού. Οι μέρες γίνανε νύχτες. Οι εποχές στιγμές και οι αιώνες ακλόνητοι βράχοι στην έξοδο του τάφου.